- εμφανισμός
- ἐμφανισμός, ο (Α)1. εκδήλωση, φανέρωση2. καταγγελία, αποκάλυψη3. ένδειξη, υποδήλωση4. εξήγηση, ερμηνεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφανισμός — manifestation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανισμοῦ — ἐμφανισμός manifestation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανισμόν — ἐμφανισμός manifestation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)